- βωλογυρίζω
- αναποδογυρίζω και διαλύω τους βώλους του χώματος σκάβοντας βαθιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βωλογύρισμα — το [βωλογυρίζω] το αναποδογύρισμα και η διάλυση των βώλων του αγρού με το βαθύ σκάψιμο … Dictionary of Greek
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek